- αλαβαστρών
- ἀλαβαστρών (-ῶνος), ο (Α)[ἀλάβαστρο(ν)]λατομείο αλάβαστρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλαβάστρων — ἀλάβαστρον Ev Marc. masc gen pl ἀλάβαστρον Ev Marc. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… … Dictionary of Greek